Κυρίες και κύριοι,

Όταν τον Αύγουστο του 1843, στο Λονδίνο, κυκλοφορούσαν τα πρώτα φύλλα του «Economist», στην Αθήνα το νεαρό ελληνικό κράτος βίωνε και πάλι μία δημοσιονομική κρίση.

Και είναι ίσως συμβολικό ότι φέτος, στα 200 χρόνια από την επανάσταση, η Ελλάδα υποδέχεται το συνέδριο αυτού του ιστορικού περιοδικού διπλά απελευθερωμένη. Απελευθερωμένη από μία δεκάχρονη οικονομική και κοινωνική δοκιμασία αλλά και βαδίζοντας με τόλμη στο δρόμο της εξόδου από την παγκόσμια υγειονομική περιπέτεια.

Γνωρίζοντας ότι απευθύνομαι πρωτίστως σε παράγοντες της οικονομίας, σπεύδω εξ αρχής και εισαγωγικά να δηλώσω τους τέσσερις βασικούς λόγους για τους οποίους είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

Πρώτον, οι αυξημένες καταθέσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν ήδη στο 14% του ΑΕΠ. Είναι οι υψηλότερες στις χώρες του ΟΟΣΑ αμέσως μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ένα μεγάλο μέρος τους θα επιστρέψει στην αγορά. Ενώ παράλληλα, παρά τις όποιες αναταράξεις, είμαι αισιόδοξος και για την πορεία του ελληνικού τουρισμού. Τα έσοδά του θα είναι φέτος σαφώς μεγαλύτερα των περσινών. Παρά τις προσωρινές δυσκολίες οι αφίξεις αυξάνονται και έχουμε κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι για την πορεία του τουρισμού το δεύτερο εξάμηνο.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο είμαι αισιόδοξος συνδέεται με το Σχέδιο «Ελλάδα 2.0», γιατί προβλέπει εντός του 2021 τις πρώτες εκταμιεύσεις ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ένα ποσό που δεν είχε καν υπολογιστεί, δεν υπήρχε καν στο ραντάρ του σχεδιασμού μας μέχρι και πριν από έναν χρόνο. Εκτιμούμε ότι συνολικά οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα εισφέρουν στο ΑΕΠ 7 πρόσθετες μονάδες σε βάθος επταετίας.

Τρίτος λόγος που είμαι αισιόδοξος είναι ότι το κράτος μας, η Ελληνική Δημοκρατία, ήδη δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια στην ιστορία μας, ενώ και τα «κόκκινα» δάνεια εκτιμούμε ότι θα είναι σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022. Τι σημαίνει αυτό; Ότι αποκαθίσταται πια όλος ο μηχανισμός ρευστότητας της αγοράς και χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.

Και ο τέταρτος λόγος που είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος έχει να κάνει με τις ευνοϊκές συνέπειες των διαρθρωτικών αλλαγών που συντελέστηκαν μέσα στην πανδημία, που τώρα αρχίζουν να δείχνουν το αποτύπωμά τους στην οικονομική δραστηριότητα. Γιατί το ψηφιακό κράτος και η τηλεργασία, το νέο εργασιακό πλαίσιο, ο αναπτυξιακός νόμος, αλλά κυρίως κάτι πιο σημαντικό, η διάλυση μύθων και προκαταλήψεων για την Ελλάδα, την καθιστούν σήμερα που μιλάμε σημαντικό προορισμό για επενδύσεις -εθνικές αλλά και διεθνείς.

Αυτό είναι κάτι που πιστοποιούν και οι διαρκείς αναβαθμίσεις της οικονομίας μας από όλους τους οίκους αξιολόγησης. Και πράγματι, καθώς η κυβέρνηση -όπως είπε και ο Daniel- χθες συμπλήρωσε δύο χρόνια στο τιμόνι του τόπου, πιστεύω ότι ο πρώτος απολογισμός είναι σίγουρα θετικός.

Γιατί μέσα σε 24 μήνες έλυσε γρίφους του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, ανοίγοντας δρόμους του μέλλοντος. Και μάλιστα απέναντι σε μια σειρά από έκτακτα γεγονότα που εκδηλώνονταν σε διαφορετικά πεδία.

Θυμηθείτε: οικονομική ανάταξη σε όλους τους τομείς, μεταναστευτικό στον Έβρο και στα νησιά μας, πανδημία σε όλη τη χώρα και μαζί με όλα αυτά εθνικές προκλήσεις στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.

Όσα έγιναν σε έναν τόσο πυκνό χρόνο είναι ίσως δύσκολο να συγκρατηθούν, αλλά ισχύουν. Και αξίζει να τα υπενθυμίζουμε.

Σήμερα οι Έλληνες πληρώνουν λιγότερους φόρους παντού: στον ΕΝΦΙΑ, τον φόρο εισοδήματος, τον ΦΠΑ, στην εισφορά αλληλεγγύης. Όπως καταβάλλουν και μικρότερες εργοδοτικές εισφορές. Την ίδια ώρα, το κράτος δανείζεται με ευνοϊκούς όρους. Τα σύνορά μας προστατεύονται ως ευρωπαϊκά. Οι μεταναστευτικές ροές μειώθηκαν δραστικά. Ενισχύθηκαν σημαντικά η άμυνά μας αλλά και οι συμμαχίες μας. Και ήδη διαθέτουμε ένα δυναμικό Σχέδιο Ανάκαμψης.

Όλα αυτά συντελέστηκαν ενώ ο πλανήτης δεχόταν την πρωτόγνωρη επίθεση του κορονοϊού. Μια μάχη που δυστυχώς είχε πολλές απώλειες, και στη χώρα μας. Όπου όμως καταφέραμε και αμυνθήκαμε πολύ καλύτερα ακόμα και από πανίσχυρες χώρες.

Σε χρόνο ρεκόρ ενισχύσαμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, εντάσσοντας στην δράση του και τον ιδιωτικό τομέα αλλά και εκατοντάδες δωρεές. Θυμίζω ότι καταφέραμε και υπερδιπλασιάσαμε τα κρεβάτια των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Έγιναν παραπάνω από 10.000 προσλήψεις, οι οποίες συνεχίζονται. Οργανώθηκε ένα καινοτόμο σύστημα ιχνηλάτησης περιστατικών, με σημαντική ενίσχυση της Πολιτικής Προστασίας. Ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ένα πρωτοπόρο πρόγραμμα εμβολιασμών, που πιστεύω ότι έχει εκπλήξει ευχάριστα όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης.

Προφανώς υπήρξαν κι εδώ αστοχίες, όπως παντού στον κόσμο. Άλλωστε, μια τέτοια κρίση ήταν χωρίς προηγούμενο. Και με έναν εχθρό άγνωστο και απρόβλεπτο.
Συνολικά, ωστόσο, η πολιτεία απάντησε αποτελεσματικά, και στις προκλήσεις της οικονομίας. Επί τόσους μήνες κάλυψε τις αμοιβές και τις εισφορές εργαζόμενων που ήταν σε αναστολή.

Χρηματοδότησε, έδωσε ρευστότητα, σε επιχειρήσεις που έμεναν κλειστές. Ανέστειλε τις οφειλές. Και ανέλαβε εργοδοτικές εισφορές αλλά και τα ενοίκια επαγγελματικής στέγης. Στήριξε, δηλαδή, όλους και σε όλα.

Και ίσως το πιο σημαντικό: ενώ εξελισσόταν αυτό το γιγαντιαίο πρόγραμμα των 41 δισεκατομμυρίων ευρώ υπέρ του κόσμου της παραγωγής και της εργασίας, οι μεταρρυθμίσεις δεν σταμάτησαν λεπτό.

Έτσι, ένα νέο θεσμικό πλαίσιο κινητοποιεί τώρα εκατοντάδες νέες επενδύσεις. Το ψηφιακό κράτος διεκπεραιώνει κάθε μέρα εκατοντάδες χιλιάδες συναλλαγές, χωρίς πια ταλαιπωρία του πολίτη στα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας. Μεγάλα έργα, έργα που βάλτωναν, ξεκίνησαν και πολλά νέα μπήκαν μπροστά. Ενώ η Ελλάδα πρωταγωνιστεί πλέον και στην απολιγνιτοποίηση αλλά και στην πράσινη οικονομία. Κινούμενη και σε αυτό το πεδίο με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, κάθε καλόπιστος αναλυτής θα κατέληγε -νομίζω- στο συμπέρασμα πως η ελληνική οικονομία άντεξε στους κλυδωνισμούς της πανδημίας και είναι έτοιμη να επανέλθει σε δυναμική τροχιά ανάπτυξης.

Και ένας ψύχραιμος παρατηρητής θα σημείωνε ότι παρά τους 17 μήνες της μάχης της υγείας, αυτή η διετία άρχισε να επουλώνει τις πληγές της περασμένης πενταετίας. Αλλά ταυτόχρονα βάζει τα θεμέλια για ένα σχέδιο δεκαετίας. Συνεπώς, στη μέση της θητείας της η κυβέρνηση συνεχίζει με νέα ορμή και με καλύτερη αφετηρία το πρόγραμμά της.

Αυτό άλλωστε δηλώνουν και τα επίσημα στοιχεία. Το 2020 -και κόντρα στις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις- η ύφεση στην Ελλάδα συγκρατήθηκε στο 8,2%, κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και χαμηλότερα πάντως από άλλες οικονομίες του Νότου, όπως της Ιταλίας και της Ισπανίας. Ενώ από το πρώτο τρίμηνο του ’21 η πορεία ήδη φαίνεται να αντιστρέφεται με ανάπτυξη άνω του 4%, λίγο πιο κάτω δηλαδή από όσο ήταν το 2019, πριν από την πανδημία. Και έτσι σήμερα η χώρα παρουσιάζει την τρίτη καλύτερη επίδοση στην ευρωζώνη.

Σημαντικά αποτελέσματα είχε η πατρίδα μας και στην αντιμετώπιση της ανεργίας, που τον Μάρτιο καταγράφηκε λίγο πάνω από το 16%. Κάτι που σημαίνει ότι τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης επί 17 μήνες απέδωσαν.

Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η βιομηχανική παραγωγή μεγεθύνθηκε, για έκτο συνεχόμενο μήνα, κατά 8,7%. Ο δείκτης μεταποίησης κινείται σταθερά όλο αυτό το διάστημα σε επίπεδο πάνω από τις 50 μονάδες. Είναι φυσικό λοιπόν και ο δείκτης οικονομικού κλίματος να τείνει να επανέλθει στα προ κορονοϊού επίπεδα, που ήταν -θυμίζω- τα καλύτερα όλης της τελευταίας εικοσαετίας.

Με τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας στα σχεδόν 35 δισεκατομμύρια ευρώ και αποπληρωμένο μάλιστα το μεγαλύτερο και ακριβότερο τμήμα των δανείων, αυτό που αφορά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αλλά και με τις τράπεζες σε ανάκαμψη.

Μέσα στην πανδημία οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 23 δισ., ενώ μέσα στη διετία -και παρά την περιπέτεια του κορονοϊού- τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υποχώρησαν κατά 28 δισ., δηλαδή κατά 37%.

Αυτοί οι αριθμοί δεν αφορούν μόνο τους οικονομολόγους. Έχουν κοινωνικό και αναπτυξιακό περιεχόμενο. Γιατί στις καταθέσεις καταγράφεται η ενίσχυση του εισοδήματος των νοικοκυριών, που μεταφράζεται σε κατανάλωση και τόνωση του επιχειρηματικού δανεισμού.

Από την άλλη, η τόσο σημαντική εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να υπηρετήσουν τον αληθινό τους ρόλο, να χρηματοδοτούν δηλαδή επενδύσεις οι οποίες θα φέρουν ανάπτυξη και απασχόληση για όλους. Και είναι ενδιαφέρον για τις τράπεζες ότι όσοι τις μελετούν μιλούν πολύ λιγότερο πια για τα «κόκκινα» δάνεια και πολύ περισσότερο για την αναπτυξιακή δυναμική τους.

Τώρα, για την αξιοπιστία, δεν θα χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός οικονομολόγου αλλά ενός φιλόσοφου, του Στέλιου Ράμφου, που θεωρεί ότι «το βαρύτερο χρέος είναι αυτό που προκύπτει όταν τραυματίζεται η εμπιστοσύνη». Συμφωνώ απόλυτα. Και σημειώνω ότι από τον Απρίλιο του 2020 η Ελλάδα δανείστηκε οκτώ φορές, 21 δισεκατομμύρια ευρώ, με εξαιρετικά χαμηλά ή και αρνητικά επιτόκια, κερδίζοντας ταυτόχρονα θετικές αξιολογήσεις και 12 θέσεις στον πίνακα της ανταγωνιστικότητας.

Η εμπιστοσύνη ωστόσο δεν είναι απλά ένα χαρακτηριστικό που εκπέμπει απλώς μία χώρα που προοδεύει. Πιστεύω, αγαπητέ Daniel, ότι αυτή η εμπιστοσύνη ήταν διάχυτη και στις πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις που είχατε στα πλαίσια του 25ου roundtable.

Η εμπιστοσύνη είναι και μία άυλη περιουσία της χώρας, την οποία έχει κατακτήσει πρώτα από όλα στις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες. Είναι αυτή που ήρθε στην Ελλάδα όταν έφυγε από αυτήν το ψέμα. Είναι αυτή που σφυρηλατήθηκε μετά, στη συνέπεια λόγων και πράξεων. Στο ρεαλισμό των εξαγγελιών, ακόμα και στην ειλικρινή παραδοχή λαθών. Κυρίως, όμως, σφυρηλατήθηκε στον ενωτικό λόγο και στην κοινή δράση απέναντι σε κοινά προβλήματα.

Με λίγα λόγια, η σημερινή εικόνα της χώρας αποτυπώνει την αντίληψή μας για την πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας. Δηλώνει, ναι, ότι η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία. Δεν είναι σχήμα λόγου αυτό, το αποδείξαμε στην πράξη. Μπορεί να γίνει ευκαιρία όταν επιστρατεύεται η μεθοδική δουλειά. Και ναι, η ανάπτυξη μπορεί να συμβαδίζει με τη δικαιοσύνη και την ανακούφιση των πολιτών, ειδικά των ασθενέστερων. Και ότι η εθνική αξιοπρέπεια σημαίνει πριν από κάθε τι να είναι κάποιος κύριος του εαυτού του, μόνο τότε αντί να επαιτεί μπορεί να απαιτεί. Και τελικά οι απόψεις του να επικρατούν.

Κυρίες και κύριοι, θα επαναλάβω ότι τα πολλά που έγιναν δύσκολα καταγράφονται στη συλλογική μνήμη, καθώς υπήρξαν καταιγιστικά. Και πρώτος εγώ αναγνωρίζω ότι κάθε επιτυχία υψώνει τον πήχη των προσδοκιών. Αποδέχομαι αυτή την πρόκληση με την ίδια αίσθηση του κατεπείγοντος που διέκρινε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε τις πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων 17 μηνών.

Θα μπορούσαν ωστόσο όλα όσα έγιναν να αποτελούν διαδοχικές σκηνές από ένα φιλμ μεγάλης διάρκειας με τίτλο «Η Ελλάδα μπροστά». Με πρωταγωνιστές τολμηρές τομές που έκλεισαν πληγές του χθες και άνοιξαν παράθυρο στο αύριο.

Θέλω να θυμίσω ότι αυτά τα δύο χρόνια ψηφίστηκαν από το ελληνικό κοινοβούλιο 193 νόμοι που εδραίωσαν την επανεκκίνηση της χώρας. Αλλά δρομολόγησαν και αλλαγές που απελευθέρωσαν τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, ώστε να διεκδικούν τώρα τη θέση που τους αξίζει στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Θυμηθείτε, μέσα σε δύο χρόνια ο εισαγωγικός συντελεστής φόρου των νοικοκυριών έπεσε από το 22% στο 9% και αυξήθηκε το αφορολόγητο για κάθε παιδί. Μειώθηκε όμως και ο συντελεστής για τα κέρδη των επιχειρήσεων, από το 28% στο 22% σε μόνιμη πια, επαναλαμβάνω, σε μόνιμη βάση. Για τα μερίσματα από το 10% στο 5%. Σχεδόν στο μισό έπεσε και η προκαταβολή φόρου στα φυσικά πρόσωπα και κατά 20 μονάδες στα νομικά πρόσωπα. Ενώ ο ΕΝΦΙΑ είναι πλέον για όλους μεσοσταθμικά χαμηλότερος κατά 22%.

Όλα τα αγροτικά σχήματα έχουν ήδη μικρό φορολογικό συντελεστή 10%, τα νησιά με δομές μεταναστών μόνιμο μειωμένο ΦΠΑ.

Και παντού έχουμε μικρότερες ασφαλιστικές εισφορές. Για δύο χρόνια αυτές θα μειωθούν κατά τρεις ακόμα μονάδες. Και στο ίδιο διάστημα δεν θα καταβληθεί εισφορά αλληλεγγύης. Με στόχο αυτές οι ρυθμίσεις -όπως ο μικρότερος ΦΠΑ σε τουρισμό, μεταφορές, πολιτισμό και σε πολλά προϊόντα, αλλά και η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης. Πρώτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση είναι η μείωση αυτή να γίνει μόνιμη.

Υπάρχουν, ωστόσο, και μια σειρά από μέτρα που κινητροδοτούν απευθείας τις επενδύσεις. Νεοφυείς εταιρείες για τα τρία πρώτα χρόνια φορολογούνται με συντελεστή μειωμένο κατά 50%. Δαπάνες για ενεργειακή, λειτουργική ή αισθητική αναβάθμιση κτιρίων έχουν έκπτωση 40%. Και οι νέες οικοδομές αναστολή ΦΠΑ και φόρου υπεραξίας για μια τριετία. Και ήδη βλέπετε την σημαντική ανάπτυξη που υπάρχει στην αγορά ακινήτων.

Ευνοϊκό καθεστώς ισχύει για όσους επενδύουν ή μεταφέρουν τη φορολογική κατοικία τους εδώ, αλλά και για τους Έλληνες που επιστρέφουν. Ανοίγω μια παρένθεση: η πανδημία δημιουργεί τεράστιες ευκαιρίες για την χώρα μας να προσελκύσει όχι μόνο επισκέπτες αλλά και ανθρώπους του κόσμου, πολίτες του κόσμου που θα θέλουν να εργαστούν από την χώρα μας.

Μια χώρα που προσφέρει καταπληκτική ποιότητα ζωής, ασφάλεια, συνδεσιμότητα, μπορεί να προσελκύσει δεκάδες χιλιάδες ψηφιακούς νομάδες, οι οποίοι σε συνδυασμό με ένα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς να έρθουν να ζήσουν, να εργαστούν από την Ελλάδα και -γιατί όχι- τελικά να επενδύσουν εδώ.

Ταυτόχρονα, δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια ισχυρή πιστωτική επέκταση. Ήδη 40.000 μοναδικά ΑΦΜ επιχειρήσεων βρίσκονται σε διαδικασία ρύθμισης των οφειλών τους με βάση τον νέο κωδικό για τη δεύτερη ευκαιρία. Μια πολύ σημαντική παρέμβαση που ήδη αρχίζει να δείχνει τα αποτυπώματα της.

Το πρόγραμμα «Ηρακλής», τόσο σημαντικό, για να μπορέσουν οι τράπεζες να μειώσουν σημαντικά το χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρατείνεται και ενισχύεται.

Από την άλλη πλευρά, με δύο νόμους, έναν για τις στρατηγικές επενδύσεις και σε συνέχεια -πολύ σύντομα- με έναν νέο αναπτυξιακό νόμο, μεταρρυθμίζουμε και το διαδικαστικό πλαίσιο -επιταχύνοντας διαδικασίες υπαγωγής των επενδυτικών σχεδίων- αλλά επιταχύνουμε και τον έλεγχο κατά την ολοκλήρωσή τους. Ενισχύουμε με αυτόν τον τρόπο την εξωστρέφεια ενώ εξορθολογίζουμε και επιταχύνουμε το σύστημα των κρατικών ενισχύσεων.

Τις δύο αυτές κατευθύνσεις πλαισιώνουν ακόμα δύο. Η ψηφιοποίηση του κράτους, με την πύλη gov.gr να παρέχει σχεδόν 1.200 υπηρεσίες που επεκτείνονται διαρκώς, διευκολύνοντας τη ζωή του πολίτη και τη δράση των επιχειρήσεων. Πιστεύω ότι είναι δίκαιο να πει κανείς ότι το στοίχημα της ψηφιακής μεταρρύθμισης όπως το είχαμε σχεδιάσει, με τη δημιουργία του ομώνυμου υπουργείου, κερδίζεται κάθε μέρα στη συνείδηση των πολιτών.

Ακόμα, το νέο πλαίσιο στην εργασία, το οποίο ψηφίστηκε πριν από λίγες εβδομάδες, παρέχει δύναμη και ασφάλεια στον απασχολούμενο, αλλά ταυτόχρονα και ευελιξία στην παραγωγή.

Συγκροτούνται έτσι όλοι οι βατήρες της ανάπτυξης. Επιχειρήσεις με κίνητρα, υγιείς τράπεζες, δημιουργικοί εργαζόμενοι, αποτελεσματικό δημόσιο, δίκαιοι κανόνες.
Αυτό άλλωστε είναι και το μήνυμα το οποίο εκπέμπει η διεθνής εμπειρία μετά την τελευταία ύφεση και την πανδημία. Πρωτοβουλίες όπως η πρόσφατη για τη διεθνή φορολόγηση 15% στις χώρες όπου παράγονται τα κέρδη, δηλώνουν ότι η ελεύθερη οικονομία γίνεται πιο ελεύθερη όταν είναι και ισόρροπη.

Κοινό συμπέρασμα είναι πια ότι η νέα πραγματικότητα στον κόσμο δεν μπορεί να είναι ούτε επανάληψη, ούτε παραλλαγή της παλιάς. Το συμμερίζομαι αυτό απόλυτα, ειδικά για τη χώρα μας.

Φίλες και φίλοι, στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται οι επενδύσεις ανακτούν γρήγορα το χαμένο χρόνο. Μεγάλα έργα όπως οι άξονες Ε65, Πάτρας – Πύργου, ο Βόρειας Οδικός Άξονας της Κρήτης, επιτέλους ξεκινούν. Άλλα, όπως η ηλεκτρική διασύνδεση του νησιού μου, της Κρήτης, και ο εκσυγχρονισμός 14 περιφερειακών αεροδρομίων έχουν ήδη υλοποιηθεί. Και άλλα, όπως οι επεκτάσεις του Μετρό στην Αθήνα αλλά και το Μετρό της Θεσσαλονίκης προχωρούν επιτέλους γρήγορα. Ενώ επιλογές όπως η αξιοποίηση των λιμανιών της Αλεξανδρούπολης, της Καβάλας, της Ηγουμενίτσας, έχουν ήδη δρομολογηθεί.

Πριν από δύο εβδομάδες ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση μετοχών του Ελληνικού στη Lamda Development και επιτέλους το έργο αυτό ξεκινά. Καταβλήθηκαν πάρα πολύ μεγάλες προσπάθειες από όλους τους αρμόδιους φορείς, Υπουργούς, κρατικούς λειτουργούς, για να ξεμπλέξουμε αυτό το αδειοδοτικό κουβάρι. Τα καταφέραμε. ομως και η επένδυση αυτή θα προχωρήσει, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και θα αλλάξει την όψη της Αττικής.

Μόλις χθες τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά γύρισαν σελίδα, αφήνοντας πίσω τους αβεβαιότητες δεκαετιών. Γίνεται έτσι ένα σημαντικότατο βήμα αναγέννησης της εθνικής ναυπηγικής βιομηχανίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την αμυντική μας βιομηχανία, με την ιδιωτικοποίηση της ΕΛΒΟ, με τις παρεμβάσεις που γίνονται στην ΕΑΒ. Όπως και στις υποδομές, με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ -αναμένουμε τις προσφορές για τη ΔΕΠΑ Υποδομών στις 15 Ιουλίου- της Εγνατίας και της υπόγειας αποθήκης φυσικού αερίου στην Καβάλα.

Θα αναφέρω μόνο έναν αριθμό: 7 δισεκατομμύρια. Αυτό είναι το ύψος των στρατηγικών επενδύσεων και των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που ήδη εξελίσσονται.

Θα επισημάνω ωστόσο και μια ποιοτική διάσταση που έχει το αναπτυξιακό μείγμα της χώρας. Γιατί δίπλα σε παραδοσιακές επενδύσεις όπως αυτές στον τουρισμό, στον εκσυγχρονισμό των δικτύων μας, των δρόμων, των τραίνων μας, αναπτύσσεται ένα καινούργιο και καινοτόμο οικοσύστημα τεχνολογίας.
Το δηλώνει η παρουσία στην Ελλάδα τεχνολογικών κολοσσών όπως η Microsoft, η CISCO, η TeamViewer, που επέλεξαν την Ελλάδα για να ιδρύσουν πρωτοπόρες μονάδες τους. Αλλά και η Pfizer, τόσο γνωστή σε εμάς πια για το πρωτοπόρο εμβόλιο το οποίο ανέπτυξε, έχει φροντίσει ήδη να εγκατασταθεί στην Ελλάδα προσλαμβάνοντας αξιόλογους πτυχιούχους, προσελκύοντας -προσέξτε- στελέχη από το εξωτερικό, 1 στα 4 βιογραφικά τα οποία εξετάζει η Pfizer είναι από Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι θέλουν να γυρίσουν στην Ελλάδα για να εργαστούν σε μια εταιρεία που αναπτύσσει προηγμένα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης.

Ειδικά μάλιστα για την φαρμακοβιομηχανία και τις ελληνικές εταιρείες, η κυβέρνηση δεν έκρυψε ποτέ το ενδιαφέρον της. Για πρώτη φορά το 2019 και το 2020 δόθηκαν κίνητρα για επενδύσεις, συμψηφίζοντας τις επιστροφές χρημάτων προς το Δημόσιο με νέες αναπτυξιακές δραστηριότητες για τις επιχειρήσεις.

Γιατί στόχος μας είναι η Ελλάδα να καταστεί πόλος καινοτομίας και εξωστρέφειας, δημιουργώντας όλο και περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες δουλειές για τους Έλληνες.

Μιλώντας στη Βουλή για το εργασιακό νομοσχέδιο ήμουν ειλικρινής απέναντι στους εργαζόμενους αλλά και τους εργοδότες. Τους ζήτησα να αξιοποιήσουν την ψηφιακή κάρτα που κατοχυρώνει τα δικαιώματά τους, μαζί με τις νέες δυνατότητες που πλέον έχουν. Όπως η γονική άδεια και στον πατέρα -που ήδη τέθηκε σε εφαρμογή- αλλά και η προστασία από διακρίσεις, ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος.

Ταυτόχρονα, όμως, κάλεσα εργαζόμενους και εργοδότες να κερδίσουν με αυτοπεποίθηση τη θέση τους σε μια πιο ευέλικτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας που έχει διαμορφωθεί.

Με την ίδια ειλικρίνεια όμως απευθύνθηκα ειδικά και στους εργοδότες, στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών. Στην παρατήρηση ότι «ενώ υπάρχει ανεργία εμείς ζητούμε υπαλλήλους αλλά εκείνοι δεν ανταποκρίνονται» η απάντηση μου ήταν απλή: ίσως εσείς πρέπει να αυξήσετε τα κίνητρα και τις αμοιβές ώστε οι εργαζόμενοι να προσέλθουν στις κενές θέσεις που ζητάτε. Γιατί μια ανοιχτή οικονομία -θα συμφωνήσουμε- πρέπει να είναι ανοιχτή και προς τις δυο πλευρές της. Και ο υγιής ανταγωνισμός έχει κι αυτός διπλή όψη.

Η ανάπτυξη, λοιπόν, για να είναι στέρεη πρέπει να εδράζεται και στους δύο πυλώνες του κόσμου της παραγωγής. Για αυτό και κάθε φιλο-επενδυτική πολιτική οφείλει να πλαισιώνεται από το κοινωνικό της αντίβαρο.

Δεν είναι τυχαίο, πρέπει να το υπενθυμίζουμε, ότι σήμερα στην χώρα μας το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι πια συνταγματικά κατοχυρωμένο, για 800.000 πιο αδύναμους πολίτες. Τα ακριβά φάρμακα έχουν μικρότερο ΦΠΑ και μικρότερη τιμή. Όλες οι οικογένειες ενισχύονται με 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται στην χώρα.

Για να το πω διαφορετικά: συνυπάρχουν και αλληλοτροφοδοτούνται η μεγέθυνση της οικονομίας με την φροντίδα για τον πολίτη. Ώστε ανήσυχοι επιχειρηματίες να δρουν ελεύθερα, ανοίγοντας νέες αγορές και ικανοποιημένοι εργαζόμενοι να μεγενθύνουν τον παραγόμενο πλούτο. Και ακολουθεί μετά η δίκαιη κατανομή από ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο δεν θα θέτει απλά τους κανόνες του παιχνιδιού αλλά και θα εμπνέει τις συμπεριφορές των παικτών του.

Κλειδί προς μια τέτοια κατεύθυνση της χώρας είναι και η αναμόρφωση της παιδείας. Που ήδη γίνεται πράξη με δύο αιχμές. Πρώτη, ο εκσυγχρονισμός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με την εισαγωγή πολλαπλών βιβλίων, ομαδικών εργασιών, εναλλακτικών μορφών εξέτασης. Αλλά κυρίως με την απελευθέρωση των σχολικών μονάδων από το Υπουργείο, ώστε πλέον οι διευθυντές των σχολείων αλλά και οι εκπαιδευτικοί, που ξέρουν καλύτερα πώς να διδάξουν τα παιδιά τους, να αναπτύσσουν το έργο τους αξιολογώντας αλλά και αξιολογούμενοι για αυτό.

Και πρέπει να σας πω ότι είμαι πολύ ικανοποιημένος που βλέπω πια ότι η αυτονόητη έννοια της αξιολόγησης έχει καταστεί απολύτως αυτονόητη και για τη μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών μας.

Η δεύτερη σημαντική τομή αφορά την αναβάθμιση της κατάρτισης και των δεξιοτήτων, που επιτέλους θα συνδέσουν αποτελεσματικά τη μόρφωση με την αγορά εργασίας. Και έχουμε σημαντικότατους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης να διαθέσουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Γιατί κάποτε πρέπει να λυθεί αυτή η αντίφαση, να παράγουμε άνεργους πτυχιούχους ενώ μας λείπουν επιτυχημένοι επαγγελματίες.

Οι πρώτοι, λοιπόν, οφείλουν να πάρουν ξανά τα ηνία της επιστήμης τους και οι δεύτεροι να αναλάβουν, όπως παντού, την καθημερινή οικοδόμηση της ανάπτυξης -με εξειδικευμένες σπουδές που θα οδηγούν πια σε καλές δουλειές.

Πρέπει επίσης, ανοίγω μία παρένθεση -και νομίζω ότι αυτό μας το έμαθε η πανδημία- να αποκαταστήσουμε πλήρως την έννοια της αξιοπρέπειας της εργασίας. Και να αναγνωρίσουμε ότι μία σειρά από επαγγέλματα τα οποία δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με πανεπιστημιακές σπουδές είναι εξαιρετικά σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας μας.

Αυτή την ώριμη ανάγκη άλλωστε, την ώριμη ανάγκη για σημαντικές τομές στην παιδεία, δηλώνει η μεγάλη ζήτηση στα πειραματικά σχολεία. Τη δηλώνει, όπως σας είπα, η θετική υποδοχή από την κοινωνία της αξιολόγησης των καθηγητών και των δασκάλων. Ο φραγμός στους αιώνιους φοιτητές. Η αναστολή λειτουργίας πολλών πανεπιστημιακών τμημάτων μηδενικής ζήτησης. Η ίδρυση ξενόγλωσσων τμημάτων. Αλλά και ο πλούσιος προβληματισμός για μία τεχνική παιδεία, μία επαγγελματική εκπαίδευση, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της οικονομίας της εποχής, στις ανάγκες μιας αγοράς εργασίας που αλλάζει συνέχεια.

Κυρίες και κύριοι, με αυτά τα δεδομένα είναι απολύτως ρεαλιστικές οι αισιόδοξες προβλέψεις για την επόμενη ημέρα. Σύμφωνα με τις θερινές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η ανάπτυξη το 2021 θα είναι στην Ελλάδα 4,3%, σχεδόν ταυτόσημη με το μέσο όρο της Ευρωζώνης, υψηλότερη από την πρόβλεψη 3,6% του εθνικού μας προϋπολογισμού.

Το 2022 μάλιστα θα εκτοξευθεί στο 6%. Μία από τις υψηλότερες επιδόσεις σε όλη την ήπειρο, όπου ο μέσος δείκτης τοποθετείται κάτω του 5%.

Οι ίδιες αναλύσεις -και σε αυτό αποδίδω ακόμα μεγαλύτερη σημασία- φέρνουν την Ελλάδα πρώτη στην Ευρώπη στην αύξηση των επενδύσεων, με ποσοστά 13% για φέτος, 15% για του χρόνου. Πρέπει να γεφυρώσουμε το επενδυτικό κενό που μας χωρίζει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είναι η πρώτη μας προτεραιότητα.

Μάλιστα, το 2022 θα είμαστε όπως φαίνεται και οι πρώτοι στη μεγέθυνση των εξαγωγών, οι οποίες θα σημειώσουν άνοδο κοντά στο 8%, όταν στις χώρες της ευρωζώνης θα κινηθούν γύρω στο 0%. Έχουμε ένα δυναμικό κλάδο μεταποίησης που άντεξε τα χρόνια της κρίσης και τώρα είναι έτοιμος να κάνει το επόμενο μεγάλο άλμα. Σε μια τέτοια δυναμική, όπως αυτή που σας περιέγραψα, παραπέμπουν και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο.

Αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι ο στόχος που είχαμε θέσει είναι ρεαλιστικός. Να αντιστρέψουμε την ύφεση που έφερε η πανδημία και να περάσουμε ήδη από φέτος σε μια διατηρήσιμη ανάπτυξη, ώστε το 2022 η χώρα να απαλλαγεί οριστικά από το καθεστώς εποπτείας, έχοντας ταυτόχρονα περιορίσει σε μονοψήφιο ποσοστό τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Και το 2023 να μπορεί να πετύχει και πάλι πρωτογενή πλεονάσματα, διεκδικώντας από το πρώτο εξάμηνο -επιτέλους- άνοδο σε επενδυτική βαθμίδα.

Αναλογιζόμενοι λοιπόν τη διετία που πέρασε, θα μπορούσαμε να πούμε αυτό που πιστεύω όλοι οι καλόπιστοι παρατηρητές εντός και εκτός Ελλάδος αναγνωρίζουν: ότι η χώρα, παρά τις δυσκολίες, αντιστάθηκε με επιτυχία στην επίθεση της πανδημίας, στηρίζοντας την οικονομία και την κοινωνία από τις πολλές αρνητικές συνέπειες.

Και ξαναδιαβάζοντας το κυβερνητικό πρόγραμμα σίγουρα θα εμφανιζόμασταν συνεπείς προς το σύνθημά μας: το είπαμε, το κάναμε.

Όμως είμαστε ακόμα στη μέση, που στην πράξη σημαίνει μια καινούργια αρχή. Το άμεσο στοίχημά μας είναι η άμυνα στη νέα μετάλλαξη του κορονοϊού. Όποιος ενδιαφέρεται για την οικονομία προφανώς δεν μπορεί να αδιαφορεί για την υγεία. Ενώ όποιος επικαλείται την κοινωνία δεν γίνεται να αγνοεί τη δημόσια προστασία.

Θα το ξαναπώ, ο εμβολιασμός είναι η μόνη ασπίδα στον κίνδυνο. Είναι εθνική ανάγκη να επιταχυνθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ειδικά για τους συμπολίτες μας μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι ακόμα παραμένουν ανεμβολίαστοι. Και αφού η χώρα δεν μπορεί να ξαναμπεί σε καραντίνα, ο στόχος να εμβολιαστεί το 70% των Ελλήνων μέχρι το τέλος του καλοκαιριού πρέπει να επιτευχθεί. Με πειθώ αλλά και με μέτρα, έτσι ή αλλιώς.

Και αυτονόητη υποχρέωση των πολιτικών είναι επιτέλους να σταματήσουν να ψαρεύουν στα θολά νερά της σύγχυσης, φτάνοντας κάποια στιγμή να επικαλούνται τον διχασμό για να διχάσουν. Στον επίλογο της πανδημίας δεν πρέπει να επιτρέψουμε την αναζωπύρωσή του. Πλήρωσε πολύ ακριβό τίμημα η ελληνική κοινωνία από τους διχασμούς του παρελθόντος.

Γι’ αυτό και η πολιτεία θα προσαρμόζει διαρκώς την πολιτική της. Ιδίως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της διασκέδασης, όπου αποδεδειγμένα πια ο ιός διακινείται πολύ γρήγορα μεταξύ των νέων. Οι τελευταίοι πρέπει να ελέγχονται με συχνά τεστ. Όμως η πρώτη ευθύνη παραμένει στους ενήλικες, όπως και στο οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον τους.

Το εμβόλιο λοιπόν, θα έλεγα, είναι το κατά κεφαλήν χρέος της χώρας. Ακριβώς λόγω των αβεβαιοτήτων στο υγειονομικό πεδίο, στα τουριστικά έσοδα και στις ασυμμετρίες μεταξύ των διαφόρων κλάδων, η στήριξη της οικονομίας -όπως έχει ανακοινώσει και το οικονομικό επιτελείο- θα συνεχιστεί και στο τρέχον εξάμηνο με μέτρα ύψους ακόμα 4,5 δισ.

Ταυτόχρονα, όμως, το σχέδιο των μεταρρυθμίσεων θα συνεχιστεί και θα επιταχυνθεί. Οι φόροι θα συνεχίσουν να μειώνονται, οι επενδύσεις για νέες δουλειές να αυξάνονται, οι αλλαγές να προχωρούν.

Για να το πω πιο απλά, τα πάντα για εμάς, για τα επόμενα δύο χρόνια της θητείας μας, είναι επείγοντα. Η χώρα άλλωστε κινείται στην τροχιά του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0». Όπως σας είπα, 7,5 δισεκατομμύρια από τους πόρους του θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία στους επόμενους μήνες.

Είναι η εκκίνηση μιας συναρπαστικής διαδρομής. Μιας μοναδικής ευκαιρίας. Ενός σχεδίου με 175 καλά μελετημένες δράσεις, έργα, μεταρρυθμίσεις που θα απλωθούν σε τέσσερις εμβληματικές κατευθύνσεις: στην πράσινη μετάβαση, στον ψηφιακό μετασχηματισμό κράτους και επιχειρήσεων, στην απασχόληση, τις δεξιότητες και την κοινωνική συνοχή, και τέλος στις ιδιωτικές επενδύσεις και τα μεγάλα έργα.

Πρόκειται για μία ιστορική τομή, μία ιστορική ευκαιρία. Μία μοναδική περίπτωση. Ευκαιρία που θα κινητοποιήσει συνολικά κεφάλαια που μπορούν να φτάσουν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, καλύπτοντας επιτέλους το επενδυτικό κενό που μας χωρίζει από την Ευρώπη και δημιουργώντας εκατοντάδες χιλιάδες καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας.

Και είναι στρατηγικού χαρακτήρα το σχέδιο αυτό, όχι μόνο γιατί νικά παθογένειες αλλάζοντας το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αλλά γιατί αναπτύσσεται παντού, σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό. Αφορά κάθε πολίτη, ιδίως τους νέους. Ένα σχέδιο την ουσία του οποίου περιγράφουν πέντε απλές λέξεις: δουλειές και ανάπτυξη για όλους.

Φίλες και φίλοι, κλείνω με την εξής σκέψη. Ξεκίνησα την ομιλία μου με τους τέσσερις λόγους για τους οποίους αισιοδοξώ για την οικονομία σήμερα. Δεν σας κρύβω όμως ότι ενώ εργαζόμαστε για την καθημερινότητα και το σήμερα προφανώς βρίσκεται πάντα στο μυαλό μας, εξίσου στο μυαλό μου βρίσκεται το αύριο. Όχι το βραχυπρόθεσμο, αλλά το μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο.

Το σχέδιό μας υπερβαίνει την τετραετία. Διεκδικούμε ένα άλμα προόδου με έκταση δεκαετίας. Γιατί γνωρίζω καλά πλέον τώρα ότι εμείς οι Έλληνες μπορούμε. Έχουμε, λοιπόν, κάθε λόγο και όλες τις δυνάμεις για να διεκδικούμε.

Και για να τελειώσω από εκεί που ξεκίνησε και ο Daniel, με την ευκαιρία συμπλήρωσης 200 χρόνων από το 1821 θα τολμούσα έναν ακόμα παραλληλισμό. Η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε το 1821, άνοιξε το δρόμο της ελευθερίας που όμως κατέληξε σε μία άλλη ημερομηνία την οποία δεν την μνημονεύουμε αρκετά συχνά, στον Φεβρουάριο του 1830 όταν ιδρύθηκε και επίσημα το ελληνικό κράτος. Αυτή η διαδρομή κράτησε μία δεκαετία. Έτσι και τώρα είναι στο χέρι μας ως το 2030 να έχουμε χτίσει τη νέα Ελλάδα, κάνοντας τα επόμενα δέκα χρόνια τα καλύτερα της πρόσφατης ιστορίας μας.

Άλλωστε η Ιστορία διδάσκει, για αυτό και κλείνω με μία αναφορά ακόμα σε αυτήν. Το 1930, λοιπόν, ενώ μαινόταν η προηγούμενη μεγάλη οικονομική κρίση, ο John Maynard Keynes έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον και όχι τόσο γνωστό δοκίμιο, «Οικονομικές δυνατότητες για τα εγγόνια μας». Εκεί επιχειρούσε να διερευνήσει πώς θα ήταν η ζωή έναν αιώνα μετά. Και αφού εκτιμούσε -όπως και έγινε- ότι το επίπεδο στις ανεπτυγμένες χώρες θα ήταν 4 με 6 φορές υψηλότερο, έκανε μια πρόβλεψη ακόμα, ότι σε αυτά τα χρόνια όλο και πιο πολλά στρώματα θα περνούσαν από τη ζώνη της ανάγκης στην ανώτερη.

Οι εννέα δεκαετίες που κύλησαν από τότε επιβεβαίωσαν πολλές από τις προβλέψεις του Keynes, διέψευσαν κάποιες από τις σκέψεις του, πάντως οι περισσότερες απεδείχθησαν χρήσιμες. Από εκείνη τη μελέτη του αξίζει να συγκρατήσουμε τον ορίζοντα και το στόχο. Ότι δηλαδή ο μεγαλύτερος συλλογικός πλούτος μπορεί να φέρει μικρότερη επισφάλεια αλλά και καλύτερη ζωή σε όλους.

Ε λοιπόν, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα σήμερα μπορώ να το πω: αυτός ο αισιόδοξος στόχος είναι απόλυτα ρεαλιστικός.

Σας ευχαριστώ.

-> Ακολουθήστε το GreekNews.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αφήστε ένα σχόλιο:

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ